- ισχαιμία
- ηελάττωση ή διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος σε κάποιο μέρος του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… … Dictionary of Greek
ισχαιμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ισχαιμία 2. αυτός που οφείλεται σε ισχαιμία («ἱσχαιμική γάγγραινα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. inchaemic < ischaem (πρβλ. ισχαιμία) + ic (πρβλ. ικός)] … Dictionary of Greek
Ischemia — Vascular ischemia of the toes with characteristic cyanosis. In medicine, ischemia (from Greek ισχαιμία, ischaimía; isch root denoting a restriction or thinning or to make or grow thin/lean, haema blood) is a restriction in blood supply, generally … Wikipedia
Blutleere — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… … Deutsch Wikipedia
Ischaemie — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… … Deutsch Wikipedia
Ischämiezeit — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… … Deutsch Wikipedia
Ischämisch — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… … Deutsch Wikipedia
Ишемия — (лат. ischaemia, греч. ἰσχαιμία, от ἴσχω задерживаю, останавливаю и αἷμα кровь) местное малокровие, чаще обусловленное сосудистым фактором (сужением или полной обтурацией просвета артерии), приводящее к вр … Википедия
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek
ψευδοουραιμία — και ψευδουραιμία, η, Ν ιατρ. κλινική εικόνα ουραιμίας, που οφείλεται όμως σε οίδημα ή σε ισχαιμία τού εγκεφάλου, σε υπονατριαιμία ή σε εκλαμψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ουραιμία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudouremie] … Dictionary of Greek